- ἀποδέχεσθαι
- ἀποδέχομαιacceptpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
ἀποδέχεσθ' — ἀποδέχεσθε , ἀποδέχομαι accept pres imperat mp 2nd pl ἀποδέχεσθε , ἀποδέχομαι accept pres ind mp 2nd pl ἀποδέχεσθαι , ἀποδέχομαι accept pres inf mp ἀποδέχεσθε , ἀποδέχομαι accept imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)